μηχανοφορος

μηχανοφορος
    μηχανοφόρος
    μηχᾰνο-φόρος
    2
    несущий (везущий) машину
    

(ἅμαξα Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μηχανοφορος" в других словарях:

  • μηχανοφόρος — μηχανοφόρος, ον (Α) (για άμαξες) αυτός που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά στρατιωτικών μηχανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • μηχανοφόρους — μηχανοφόρος for conveying military machines masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανοφόρων — μηχανοφόρος for conveying military machines masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»